- πυρσουρίς
- πυρσουρ-ίς, ίδος, ἡ,= foreg., Anon. ap. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρσουρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ το πυρσούριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσουρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
πυρσουρίδας — πυρσουρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)